ξάνοιγμα

ξάνοιγμα
τό
1) раскрывание, открывание, распахивание; 2) прояснение (погоды); 3) откровенность; 4) поляна

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξάνοιγμα" в других словарях:

  • ξάνοιγμα — το [ξανοίγω] 1. άνοιγμα, άπλωμα 2. η αλλαγή τού καιρού προς το καλύτερο, η αιθρίαση, η βελτίωση τού καιρού 3. ο απόπλους προς το ανοιχτό πέλαγος 4. εκμυστήρευση μυστικών 5. διεύρυνση δραστηριότητας, εργασίας ή δαπάνης πέρα από τα επιτρεπτά όρια ή …   Dictionary of Greek

  • ξάνοιγμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξανοίγω. 2. άδεντρος τόπος σε δασώδη περιοχή, αλλ. ξέφωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λάκκα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 28 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις των ορέων του Βάλτου, Α της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη. 2. Ημιορεινός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»